„κτηνιατρική“: θηλυκό κτηνιατρική [ktiniatriˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tiermedizin Tiermedizinθηλυκό | Femininum, weiblich f κτηνιατρική κτηνιατρική