„κτηματολόγιο“: ουδέτερο κτηματολόγιο [ktimatoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grundbuch Grundbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n κτηματολόγιο κτηματολόγιο