„κτίσιμο“: ουδέτερο κτίσιμο [ˈktisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bau, Bauen, Bebauung Bauαρσενικό | Maskulinum, männlich m κτίσιμο Bauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κτίσιμο κτίσιμο Bebauungθηλυκό | Femininum, weiblich f κτίσιμο οικοπέδου κτίσιμο οικοπέδου