„κρύο“: ουδέτερο κρύο [ˈkrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kälte Kälteθηλυκό | Femininum, weiblich f κρύο κρύο examples κάνει (πολύ) κρύο es ist (sehr) kalt κάνει (πολύ) κρύο