„κρόσσι“: ουδέτερο κρόσσι [ˈkrosi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Franse Franseθηλυκό | Femininum, weiblich f κρόσσι υφάσματος κρόσσι υφάσματος