„κρόκος“: αρσενικό κρόκος [ˈkrokos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eidotter, Krokus Eidotterουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρόκος αβγού κρόκος αβγού Krokusαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρόκος βοτανική | Botanikβοτ κρόκος βοτανική | Botanikβοτ