„κρυφακούω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα κρυφακούω [krifaˈkuo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ούς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lauschen (be)lauschen κρυφακούω κρυφακούω