κροσέ
[kroˈse]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Häkelarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκροσέκροσέ
- Häkelnadelθηλυκό | Femininum, weiblich fκροσέ βελόνακροσέ βελόνα
- Hakenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκροσέ μποξκροσέ μποξ