„κρεοπώλης“: αρσενικό κρεοπώλης [kreoˈpolis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, κρεοπώλισσα [kreoˈpolisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fleischer, Metzger Fleischerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f κρεοπώλης Metzgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f κρεοπώλης κρεοπώλης