„κρεμοσάπουνο“: ουδέτερο κρεμοσάπουνο [kremoˈsapuno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Cremeseife Cremeseifeθηλυκό | Femininum, weiblich f κρεμοσάπουνο κρεμοσάπουνο