„κρεμμύδι“: ουδέτερο κρεμμύδι [kreˈmiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zwiebel Zwiebelθηλυκό | Femininum, weiblich f κρεμμύδι κρεμμύδι