κρεμαστάρι
[kremasˈtari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufhängerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρεμαστάρικρεμαστάρι
examples
- κρεμαστάρι καπέλωνHutständerαρσενικό | Maskulinum, männlich m