κρεβατόστρωση
[krevaˈtostrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bettwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich fκρεβατόστρωσηBettzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nκρεβατόστρωσηκρεβατόστρωση