„κρεβατοκάμαρα“: θηλυκό κρεβατοκάμαρα [krevatoˈkamara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlafzimmer Schlafzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα