„κρεατομηχανή“: θηλυκό κρεατομηχανή [kreatomixaˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fleischwolf Fleischwolfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρεατομηχανή κρεατομηχανή