„κραυγαλέος“ κραυγαλέος [kravɣaˈleos], κραυγαλέα, κραυγαλέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eklatant eklatant κραυγαλέος κραυγαλέος