„κρατικοποιώ“: μεταβατικό ρήμα κρατικοποιώ [kratikopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verstaatlichen, nationalisieren verstaatlichen, nationalisieren κρατικοποιώ κρατικοποιώ