„κρέμασμα“: ουδέτερο κρέμασμα [ˈkremazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufhängen, Erhängen Aufhängenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρέμασμα Erhängenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρέμασμα κρέμασμα