κράση
[ˈkrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Konstitutionθηλυκό | Femininum, weiblich fκράση σωματικήκράση σωματική
- Veranlagungθηλυκό | Femininum, weiblich fκράση ψυχικήκράση ψυχική