„κράκερ“: ουδέτερο κράκερ [ˈkraker]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Cracker, Kräcker Crackerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κράκερ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ Kräckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κράκερ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ κράκερ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ