„κούφιος“ κούφιος [ˈkufjos], κούφια, κούφιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hohl, leer hohl, leer κούφιος κούφιος