„κούρδισμα“: ουδέτερο κούρδισμα [ˈkurðizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stimmen Stimmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κούρδισμα κούρδισμα