„κοψοχολιάζω“: αμετάβατο ρήμα κοψοχολιάζω [kopsoxoˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eine Mordsangst haben eine Mordsangst haben κοψοχολιάζω κοψοχολιάζω