„κουφός“: επίθετο, ως επίθετο κουφός [kuˈfos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κουφή, κουφό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) taub taub κουφός κουφός „κουφός“: αρσενικό και θηλυκό κουφός [kuˈfos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Taube Taube(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f κουφός κουφός