„κουφαίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κουφαίνομαι [kuˈfenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) taub werden taub werden κουφαίνομαι κουφαίνομαι