„κουταλάκι“: ουδέτερο κουταλάκι [kutaˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Teelöffel Teelöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουταλάκι κουταλάκι