κουτάλι
[kuˈtali]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Löffelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουτάλικουτάλι
examples
- κουτάλι αυγούEierlöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κουτάλι γλυκούDessertlöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κουτάλι σάλτσαςSoßenlöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples