„κουρσάρος“: αρσενικό κουρσάρος [kurˈsaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seeräuber Seeräuberαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουρσάρος κουρσάρος