„κουρδίζω“: μεταβατικό ρήμα κουρδίζω [kuˈrðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stimmen, aufziehen, necken, aufziehen stimmen κουρδίζω μουσ κουρδίζω μουσ aufziehen κουρδίζω ρολόι κουρδίζω ρολόι necken, aufziehen κουρδίζω πειράζω οικείο | umgangssprachlichοικ κουρδίζω πειράζω οικείο | umgangssprachlichοικ