κουραστικός
[kurastiˈkos], κουραστική, κουραστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ermüdend, anstrengendκουραστικόςκουραστικός
- lästigκουραστικός ενοχλητικόςκουραστικός ενοχλητικός