κουράζομαι
[kuˈrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <κουράστηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κουράζομαι
- sich anstrengenκουράζομαι προσπαθώκουράζομαι προσπαθώ
Thank you for your feedback!