κουμπωμένος
[kumboˈmenos], κουμπωμένη, κουμπωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückhaltendκουμπωμένοςκουμπωμένος
- zugeknöpftκουμπωμένος οικείο | umgangssprachlichοικκουμπωμένος οικείο | umgangssprachlichοικ