„κουκουνάρι“: ουδέτερο κουκουνάρι [kukuˈnari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zapfen (Tannen-)Zapfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουκουνάρι κουκουνάρι