„κουκουλώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κουκουλώνομαι [kukuˈlonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verpuppen sich verpuppen κουκουλώνομαι κουκουλώνομαι