„κουκουβάγια“: θηλυκό κουκουβάγια [kukuˈvaja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eule Euleθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκουβάγια ζωολογία | Zoologieζωολ κουκουβάγια ζωολογία | Zoologieζωολ