„κουκί“: ουδέτερο κουκί [kuˈkji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Saubohne Saubohneθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκί κουκί examples κουκκιάπληθυντικός | Plural pl Saubohnenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl κουκκιάπληθυντικός | Plural pl