κουκέτα
[kuˈkjeta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stockbettουδέτερο | Neutrum, sächlich nκουκέτακουκέτα
- Liegeplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουκέτα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρκουκέτα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ