κουβεντιάζω
[kuvenˈdjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich unterhaltenκουβεντιάζω συζητώκουβεντιάζω συζητώ
- besprechenκουβεντιάζω γύρω από ένα θέμακουβεντιάζω γύρω από ένα θέμα
- κουβεντιάζω φλυαρώ
- durchhechelnκουβεντιάζω κουτσομπολεύωκουβεντιάζω κουτσομπολεύω