κοτσάνι
[koˈtsani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stängelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοτσάνι άνθουςκοτσάνι άνθους
- Strunkαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοτσάνι λαχανικώνκοτσάνι λαχανικών