„κοστολόγηση“: θηλυκό κοστολόγηση [kostoˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kalkulation Kalkulationθηλυκό | Femininum, weiblich f κοστολόγηση κοστολόγηση