„κοσμοναύτης“: αρσενικό και θηλυκό κοσμοναύτης [kozmoˈnaftis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kosmonaut Kosmonautαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f κοσμοναύτης κοσμοναύτης