„κοσμοθεωρία“: θηλυκό κοσμοθεωρία [kozmoθeoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weltanschauung Weltanschauungθηλυκό | Femininum, weiblich f κοσμοθεωρία κοσμοθεωρία