κοσμηματοπώλης
[kozmimatoˈpolis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, κοσμηματοπώλισσα [kozmimatoˈpolisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Juwelierαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκοσμηματοπώληςκοσμηματοπώλης