κορυφαίος
[koriˈfeos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κορυφαία, κορυφαίοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- höchste(r, s), oberste(r, s)κορυφαίοςκορυφαίος
- führendκορυφαίος σε έναν κλάδοκορυφαίος σε έναν κλάδο
examples
- κορυφαία αθλήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fHochleistungssportlerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κορυφαία αρχιτέκτοναςθηλυκό | Femininum, weiblich fStararchitektinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κορυφαία εκπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich fSpitzenvertreterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples