„κορυδαλλός“: αρσενικό κορυδαλλός [koriðaˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lerche Lercheθηλυκό | Femininum, weiblich f κορυδαλλός βοτανική | Botanikβοτ κορυδαλλός βοτανική | Botanikβοτ