„κοροϊδία“: θηλυκό κοροϊδία [koroiˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spott, Hohn, Betrug Spottαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοροϊδία χλευασμός Hohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοροϊδία χλευασμός κοροϊδία χλευασμός Betrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοροϊδία εξαπάτηση κοροϊδία εξαπάτηση