„κοριτσίστικος“ κοριτσίστικος [koriˈtsistikos], κοριτσίστικη, κοριτσίστικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mädchenhaft mädchenhaft κοριτσίστικος κοριτσίστικος