„κοπάνα“: θηλυκό κοπάνα [koˈpana]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) blaumachen... examples κάνω κοπάνα οικείο | umgangssprachlichοικ blaumachen, schwänzen κάνω κοπάνα οικείο | umgangssprachlichοικ