κοπάζω
[koˈpazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abflauen, nachlassenκοπάζω αέρας, θύελλα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκοπάζω αέρας, θύελλα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ