„κοντεύω“: αμετάβατο ρήμα κοντεύω [konˈdevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nahen, sich nähern nahen, sich nähern κοντεύω πλησιάζω κοντεύω πλησιάζω examples κοντεύουν εννιά es ist bald neun Uhr κοντεύουν εννιά κοντεύει να τελειώσει er/sie/es ist bald fertig κοντεύει να τελειώσει κόντεψα να πέσω ich wäre beinahe gefallen κόντεψα να πέσω